- πλουραλιστικός
- -ή, -όο αναφερόμενος, ο σχετιζόμενος με τον πλουραλισμό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πλουραλιστικός — ή, ό, Ν [πλουραλιοτής] ο χαρακτηριστικός τού πλουραλισμού, αυτός που γίνεται με το σύστημα τού πλουραλισμού ή που δέχεται αυτό το σύστημα (α. «πλουραλιστική φιλοσοφία» β. «πλουραλιστική δημοκρατία») … Dictionary of Greek